Κάθε καλοκαίρι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Οι τίτλοι μας φωνάζουν για “μεταγραφικές βόμβες”, για κινήσεις από το πάνω ράφι, για «χτίσιμο ομάδας με στόχο την κορυφή». Ο φίλαθλος διψάει για ελπίδα, για όραμα, και τα ρεπορτάζ —σαν κι αυτό— γεμίζουμε τα άρθρα με ονόματα, προσδοκίες και ενθουσιασμό.
Ωστόσο, όσο πλησιάζει η άνοιξη, η κουβέντα αλλάζει. Το μόνο που τελικά μετράει είναι ο πρωταθλητής. Η ομάδα που σηκώνει την κούπα, αυτή που κάνει το γύρο του θριάμβου. Όλες οι καλές προθέσεις, οι σωστές κινήσεις, οι «τίμιες προσπάθειες» των μικρομεσαίων σωματείων, ξεθωριάζουν μπροστά στο αποτέλεσμα.
Δεν είναι άδικο; Ίσως. Γιατί πολλές διοικήσεις παλεύουν σκληρά, στήνουν ομάδες με πενιχρά μέσα, παίζουν με την ψυχή τους κάθε Κυριακή.
Όμως, στο φινάλε, εκείνος ο παράγοντας που πίστεψε, επένδυσε και ρίσκαρε, είναι συχνά και αυτός που «τρώει το αγγούρι», βλέποντας τις υποσχέσεις να μην καρπώνουν και τις οικονομικές συμφωνίες να βαραίνουν επικίνδυνα τον ισολογισμό.
Το ποδόσφαιρο, τελικά, δεν είναι μόνο τα φώτα της δημοσιότητας. Είναι και το παρασκήνιο, οι ισολογισμοί, οι απλήρωτοι παίκτες, τα άδεια γήπεδα του Μαρτίου – Απρίλη. Κι όσο οι τίτλοι θα συνεχίσουν να γράφονται με φαντασία κάθε Ιούλιο, τόσο η πραγματικότητα θα επιστρέφει κάθε Μάιο για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους.
Γιατί όπως λένε και στα αποδυτήρια: “Τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, η κούπα μιλάει μόνη της.”