Γιώργος Κυριακόπουλος: «Στην Ελλάδα δεν με σέβονται»

Συνέντευξη στο gazzetta.gr έδωσε ο Πατρινός Αριστερός μπακ της Mπολόνια, Γιώργος Κυριακόπουλος μιλώντας για όλους και για όλα.

Πώς είναι η καθημερινότητά σου εκτός γηπέδου;

Επειδή μένω στην Μόντενα και χρειάζομαι κάθε μέρα μισή ώρα για να πάω στην Μπολόνια, μετά την προπόνηση θα πάμε για φαγητό ή καφέ με την κοπέλα μου ή με τον Μπάμπη. Από εκεί και πέρα, όποτε έχουμε τον χρόνο, μας αρέσει πολύ με την κοπέλα μου να ταξιδεύουμε. Είναι κοντά η Φλωρεντία και το Μιλάνο. Σαν μια γενική εικόνα, πάντως, ο τρόπος ζωής στην Ιταλία μοιάζει με αυτόν στην Ελλάδα εξαιτίας της παρόμοιας κουλτούρας που έχουν οι δύο λαοί.

Πού αλλού έχεις ταξιδέψει στην Ιταλία και σου άρεσε;

Μου αρέσει πάρα πολύ η Ρώμη, έχουμε πάει 4-5 φορές. Έχει πολλά μαγαζιά αλλά και μουσεία. Όσες φορές και αν έχω ταξιδέψει εκεί, δεν μου αρκεί. Θέλω να ξαναπάω. Από εκεί και πέρα, όποτε έχουμε στη διάθεσή μας περισσότερες μέρες, παίρνουμε το αεροπλάνο και πηγαίνουμε και σε άλλα μέρη εκτός Ιταλίας. Η αγαπημένη μου πόλη, όμως, εντός Ιταλίας, είναι η Ρώμη.

Αναφέρθηκες προηγουμένως σε παρόμοιες κουλτούρες. Λέμε στην Ελλάδα και γελάμε «ούνα φάτσα ούνα ράτσα». Το ζεις εσύ αυτό ή πιστεύεις ότι στην πραγματικότητα υπάρχουν σημαντικές διαφορές;

Αυτό είναι κάτι που ισχύει σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό, κοντά στο 90%. Έχουμε πολλά κοινά στον τρόπο ζωής. Μας αρέσει η καλοπέραση και το καλό φαγητό. Εγώ προσπαθώ να τα συνδυάζω και παράλληλα να είμαι σωστός επαγγελματίας. Έχω έρθει εδώ για έναν σκοπό και αυτός είναι να παίξω ποδόσφαιρο οπότε θέλω να είμαι συγκεντρωμένος σε αυτό. Πάντως, πιστεύω ότι η φράση αυτή έχει πολύ μεγάλη δόση αλήθειας.

Πιστεύεις ότι ταιριάζουμε και στον τρόπο που προσεγγίζουμε το ποδόσφαιρο;

Όχι. Σε ό,τι έχει να κάνει με τον τρόπο που προσεγγίζουμε το ποδόσφαιρο, έχουμε τεράστιες διαφορές. Το κατάλαβα τους πρώτους πέντε μήνες της παρουσίας μου στη Σασουόλο. Στην Ιταλία κοιτάζουν πάρα πολύ την τακτική, κάτι που δεν ισχύει στην Ελλάδα. Οι διοικήσεις δίνουν στους προπονητές χρόνο για να δουλέψουν και να εφαρμόσουν τις ιδέες τους, χωρίς να υπάρχει πίεση για άμεσα αποτελέσματα. Φυσικά υπάρχουν και σε θέματα τακτικής πάρα πολλές διαφορές. Κάτι άλλο που δεν μου αρέσει στην Ελλάδα είναι ότι δεν παίζουν Έλληνες. Στην Ιταλία πρώτα θα παίξει ο Ιταλός και μετά ο ξένος. Εγώ το βίωσα τον πρώτο χρόνο όταν έπρεπε να διεκδικήσω τη θέση μου. Πρώτα έπαιξε ο Ιταλός και μετά πήρα εγώ την ευκαιρία μου. Εγώ το εκτιμώ αυτό, να δοκιμαστεί πρώτα ο ντόπιος και μετά ο ξένος.

Υπάρχει στην Ιταλία η κακώς εννοούμενη πίεση από οτιδήποτε συμβαίνει έξω από τα γήπεδα, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα;

Υπάρχει πίεση από τα Μέσα, την οποία εγώ αποδέχομαι. Η κριτική κάνει καλό, αλλά πρέπει να γίνεται με σωστό τρόπο. Φυσικά, υπάρχει πίεση και από τον κόσμο, αλλά την καταλαβαίνω. Δεν υπάρχει, όμως, αυτή η τρέλα που υπάρχει στην Ελλάδα, αυτός ο οπαδισμός και η τάση να ασχολούμαστε με τα εξωαγωνιστικά περισσότερο από όσο ασχολούμαστε με όσα συμβαίνουν εντός αγωνιστικού χώρου. Υπάρχουν μεγάλες διαφορές σε αυτό το κομμάτι.

Βρίσκεσαι πλέον σε μία ομάδα που έχει πολύ περισσότερο κόσμο να την υποστηρίζει. Πως βιώνεις την πίεση από την πλευρά των οπαδών;

Κατάλαβα τη διαφορά ανάμεσα στη Σασουόλο και την Μπολόνια από το πρώτο κιόλας ματς κόντρα στην Φιορεντίνα. Δεν υπήρξαν ποτέ 2.000-3.000 οπαδοί να μας υποστηρίξουν σε εκτός έδρας ματς. Στη Σασουόλο ο κόσμος με αγαπούσε πάρα πολύ και τους εκτιμώ αλλά ο τρόπος που στέκονται οι οπαδοί στο πλευρό της ομάδας εδώ στην Μπολόνια είναι κάτι πρωτόγνωρο για εμένα. Ίσως παίζει ρόλο και το γεγονός ότι φέτος η ομάδα πηγαίνει καλά και όλοι θέλουν να αγωνιστεί του χρόνου στα Κύπελλα Ευρώπης. Πάντως, σε προσωπικό επίπεδο, βίωσα πολύ έντονα την μετάβαση από τον έναν σύλλογο στον άλλον.

Πόσο βοηθάει έναν ποδοσφαιριστή να αγωνίζεται σε ένα κατάμεστο γήπεδο;

Η παρουσία τόσου κόσμου αποτελεί, σίγουρα, ένα έξτρα κίνητρο. Ήταν αυτό ακριβώς που επιζητούσα. Κακά τα ψέματα, η Σασουόλο δεν έχει τόσο κόσμο να την υποστηρίζει και δεν γεμίζει το γήπεδο στα παιχνίδια με τις πιο μικρές ομάδες. Η Μπολόνια ακόμα και σε αυτά θα έχει 25.000 κόσμο στο πλευρό της. Εγώ έψαχνα μια ομάδα να έχει κόσμο πίσω της που να δημιουργεί συνθήκες πίεσης στον ποδοσφαιριστή. Είναι μια άλλη αίσθηση, ένας επιπλέον λόγος να δώσεις τον καλύτερό σου εαυτό.

Ποιο ήταν το story της μετακίνησής σου στην Μπολόνια πριν από λίγες εβδομάδες;

Η ιστορία ξεκίνησε στις 17 Δεκεμβρίου. Είχα πολλές συζητήσεις με τον τεχνικό διευθυντή, ενώ με ήθελε πολύ και ο προπονητής. Το πρόβλημα ήταν πως η Σασουόλο ήθελε να με κρατήσει ή σε περίπτωση που θα με παραχωρούσε να λάμβανε το ανάλογο αντίτιμο. Εγώ από την πλευρά μου το καταλάβαινα και έκανα υπομονή, προσπαθώντας παράλληλα μέσω του μάνατζέρ μου να πιέσουμε τους ανθρώπους της ομάδας. Εξηγήσαμε πως είναι καλύτερα να φύγω μιας και ο κύκλος μου είχε κλείσει και επιζητούσα μια νέα εμπειρία. Έβαλα κι εγώ το χεράκι μου και Δόξα τω Θεώ στο τέλος τα καταφέραμε.

Για πρώτη φορά από την ημέρα που μετακόμισες στο εξωτερικό βρίσκεσαι συμπαίκτης με Έλληνα ποδοσφαιριστή. Πώς είναι η συνύπαρξή σας με τον Λυκογιάννη, με δεδομένο και ότι αγωνίζεστε στην ίδια θέση;

Είναι φανταστικά. Με τον Μπάμπη μίλησα και πριν υπογράψω στην Μπολόνια. Τον ρώτησα αρκετά πράγματα για την ομάδα, όπως το κλίμα που επικρατεί, τον προπονητή αλλά και γενικότερα τις συνθήκες. Είχα φιλική σχέση μαζί του και πριν μετακομίσω στην Μπολόνια, οπότε γνωριζόμασταν πολύ καλά. Είναι ένας υπέροχος φίλος και παρά το ότι παίζουμε στην ίδια θέση δεν θα τον δω ποτέ ανταγωνιστικά. Έχουμε έναν υγιή ανταγωνισμό. Δεν επηρεάζει τη σχέση μας το ότι παίζουμε στην ίδια θέση γιατί και οι δύο μπαίνουμε στο γήπεδο για να κάνουμε τη δουλειά μας. Μάλιστα, κάποιες φορές εγώ παίζω και ως εξτρέμ, οπότε ο Μπάμπης μου είχε πει χαριτολογώντας “έλα να παίξουμε μαζί πλευρά”. Πράγματι, αυτό έγινε στο πρώτο ματς κόντρα στη Μόντσα.

Από πλευράς επιπέδου οργάνωσης πως θα συνέκρινες μια μικρομεσαία ομάδα της Ιταλίας, όπως η Σασουόλο, με τις ελληνικές ομάδες;

Το προπονητικό κέντρο της Σασουόλο είναι καινούργιο, χτίστηκε το 2017. Είναι φανταστικό και σίγουρα δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτό του Αστέρα. Είναι 2-3 επίπεδα καλύτερο, παρά το γεγονός πως και ο Αστέρας διαθέτει ένα καλό προπονητικό κέντρο. Σε σχέση με τις κορυφαίες ελληνικές ομάδες δεν πιστεύω ότι υπάρχουν μεγάλες διαφορές, αφού και εκείνες έχουν εξαιρετικές εγκαταστάσεις. Στην Ελλάδα το χάνουμε αλλού, σε θέματα εξωαγωνιστικά. Με αυτά, άλλωστε, ασχολούμαστε και περισσότερο.

Αισθάνεσαι, πως ζώντας μακριά από την Ελλάδα είσαι πιο ήρεμος να ασχοληθείς αποκλειστικά με το ποδόσφαιρο;

Νιώθω πάρα πολύ ήρεμος, είμαι συγκεντρωμένος μόνο στο ποδόσφαιρο. Ενημερώνομαι, ωστόσο, για τα όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα γιατί είναι η χώρα μου. Στη δεύτερη κατηγορία πολλά παιδιά είναι τόσο καιρό απλήρωτα, το πρωτάθλημα άρχισε ξανά πρόσφατα μετά από καιρό. Από την άλλη, στην πρώτη κατηγορία, η ΑΕΚ και ο Ατρόμητος ασχολούνταν τόσο καιρό με τα δοκάρια. Πράγματα, δηλαδή, στα οποία δεν θα έπρεπε να δίνουμε σημασία. Στην Ιταλία αν υπάρξει ένα λάθος σφύριγμα για την Γιουβέντους ή για την Ίντερ δεν θα κάτσουμε τις επόμενες μέρες να συζητάμε για το ποια από τις δύο ομάδες ευνοείται από τη διαιτησία. Ούτε θα πούμε ότι κάποια ομάδα ελέγχει τη διαιτησία. Μπορεί στις εφημερίδες και γενικότερα στα Μέσα να γραφτεί ή να ειπωθεί κάτι, αλλά οι ομάδες δεν θα συνεχίσουν να ασχολούνται. Μετά από δύο μέρες, το όλο θέμα έχει τελειώσει. Όλοι κοιτούν το επόμενο ματς. Αυτό είναι που με έχει κρατήσει ήρεμο, δεν ασχολούμαι ποτέ με εξωαγωνιστικά θέματα.

Αυτό που λες έχει δύο μεταφράσεις. Η μία πως οι ομάδες δεν στέκονται καθόλου στα εξωγαωνιστικά και η άλλη πως καταφέρνουν οι διοικήσεις να απομονώσουν τελείως τους ποδοσφαιριστές από αυτά. Τι από τα δύο ισχύει;

Πιστεύω ότι οι διοικήσεις ασχολούνται, κάνουν τα παράπονά τους. Αυτό, όμως, δεν είναι θέμα του παίκτη. Στην Ελλάδα βλέπω παίκτες να βγαίνουν δημόσια και να παραπονιούνται για τη διαιτησία και προπονητές να κάνουν περίεργες δηλώσεις. Για ποιο λόγο να ασχοληθούμε εμείς με αυτά; Εμείς πρέπει να κοιτάξουμε τι κάνουμε μέσα στις τέσσερις γραμμές.

Ποια ήταν η στιγμή που αισθάνθηκες το μεγαλύτερο δέος στο διάστημα που βρίσκεσαι στην Ιταλία;

Την πρώτη φορά που παίξαμε στο γήπεδο της Γιουβέντους. Είδα δίπλα μου τον Ρονάλντο, τον Ιγκουαΐν, τον Μπονούτσι και τον Ντιμπάλα. Σκεφτόμουν πως βρίσκομαι μέσα στο PlayStation, αναρωτιόμουν “τι κάνω εγώ εδώ;”. Ήταν μόλις δύο μήνες αφού είχα πάρει μεταγραφή από τον Αστέρα και μου φαινόταν σαν όνειρο. Στη φυσούνα πριν βγω άρχισα να τσιμπιέμαι. Η άλλη φορά που ένιωσα δέος ήταν όταν, πρόσφατα, κερδίσαμε στην έδρα της Μίλαν με 5-2. Αυτές ήταν και οι δύο κορυφαίες μου στιγμές στην Ιταλία.

Ποια ήταν η πιο όμορφη ατμόσφαιρα που έχεις συναντήσει στα ιταλικά γήπεδα;

Αυτή στο «Σαν Σίρο» στους αγώνες κόντρα στην Μίλαν. Μπορεί το γήπεδο της Γιουβέντους να μοιάζει… υπερηχητικό, όμως, η ατμόσφαιρα στα εντός έδρας ματς της Μίλαν δεν μπορεί να συγκριθεί με τίποτα.

Ας πάμε λίγο πίσω στον χρόνο, πώς πήρες την απόφαση να γίνεις ποδοσφαιριστής;

Όπως συνέβη με όλους μας, ο πατέρας μου, μου κόλλησε αυτό το μικρόβιο. Από 3 χρονών με είχε με μία μπάλα στα πόδια. Με έγραψε σε μία ακαδημία και συνολικά έμεινα στην Πάτρα στη Θύελλα Πατρών και στον Πανπατραϊκό από τα 7 μέχρι και τα 15 μου χρόνια. Στη συνέχεια με είδαν οι άνθρωποι του Αστέρα και πήγα στην Τρίπολη.

Eκεί πως ήταν οι συνθήκες που συνάντησες;

Ο Αστέρας είναι τα πάντα για μένα και θα τον ευγνωμονώ σε όλη μου τη ζωή. Είναι σχολείο. Σε όλα τα παιδιά, όχι μόνο σε μένα, παρείχε τα πάντα. Είχαμε πληρωμένο σπίτι αλλά και μισθό. Οι άνθρωποι του συλλόγου φρόντιζαν μέχρι και για το σχολείο σε όσα παιδιά επιθυμούσαν να το συνεχίσουν. Έζησα επτά απίστευτα χρόνια στον Αστέρα. Φυσικά σε αυτό έπαιξε ρόλο και το γεγονός πως το σπίτι μου δεν ήταν μακριά και έτσι ήταν εύκολο για τους γονείς μου να έρχονται και να με βλέπουν. Η οργάνωση, πάντως, που έχει ο Αστέρας μπορεί να συγκριθεί με αυτήν των τεσσάρων μεγάλων ομάδων της Ελλάδας.

Τι πιστεύεις ότι λείπει από τον Αστέρα για να τον αγκαλιάσει περισσότερο ο κόσμος της Τρίπολης;

Αυτό είναι κάτι που με στενοχώρησε τα πρώτα χρόνια που ήμουν στον Αστέρα. Στο διάστημα που ήμουν στην Τρίπολη κάναμε κάποιες πολύ καλές πορείες. Η ομάδα συμμετείχε δύο φορές στους ομίλους του Europa League. Δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ο κόσμος δεν ερχόταν στο γήπεδο. Κάποιοι μου έλεγαν ότι οι περισσότεροι μεγαλύτεροι σε ηλικία υποστηρίζουν τον Παναρκαδικό επειδή είναι πιο ιστορική ομάδα. Το καταλάβαινα, αλλά υπήρχαν και άλλοι 30.000, γιατί η Τρίπολη έχει 40.000 κατοίκους, που δεν μπορούσα να βρω λόγο να μην έρχονται στο γήπεδο. Υπήρχαν κάποιοι που μας στήριζαν και τους ευχαριστούμε πολύ. Κακά τα ψέματα, τα περισσότερα παιδιά στην Τρίπολη, υποστηρίζουν τις μεγάλες ομάδες της Ελλάδας. Θα πρέπει, όμως, οι γονείς να ωθήσουν τα παιδιά τους να αγαπήσουν τον Αστέρα. Ίσως θα βοηθούσε να γίνουν κάποιες ενέργειες προς αυτήν την κατεύθυνση και από την πλευρά του συλλόγου. Υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν τον Αστέρα.

Θυμάμαι στον τελικό του Κυπέλλου κόντρα στον Ολυμπιακό είχαν ταξιδέψει στην Αθήνα και βρέθηκαν στο γήπεδο 11.000 Τριπολιτσιώτες. Δηλαδή, πρέπει ο κόσμος να πηγαίνει στο γήπεδο μόνο όταν η ομάδα πηγαίνει καλά; Κακά τα ψέματα, τα τελευταία χρόνια δεν πηγαίνει καλά, δεν βρίσκεται κοντά στις θέσεις που οδηγούν στα Κύπελλα Ευρώπης. Εγώ δεν θα καταλάβω ποτέ την ελληνική λογική ότι “πηγαίνουμε στο γήπεδο μόνο όταν η ομάδα πηγαίνει καλά”. Θυμάμαι τον πρώτο χρόνο που ανέβηκε ο Αστέρας στην Superleague, το γήπεδο ήταν πάντα γεμάτο. Ο κόσμος της Τρίπολης πρέπει να αγκαλιάσει την ομάδα γιατί ο κ. Μπάκος και ο κ. Καϋμενάκης έχουν χαλάσει πάρα πολλά λεφτά. Αν δεν ήταν αυτοί οι δύο άνθρωποι δεν θα υπήρχε Αστέρας στην πρώτη κατηγορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Πρέπει όλοι να τους ευγνωμονούν γιατί η παρουσία του Αστέρα κάνει πολύ καλό στην πόλη. Έρχονται επισκέπτες, υπάρχει μεγαλύτερη κίνηση στα μαγαζιά. Διαφημίζεται όχι μόνο η Αρκαδία αλλά και ολόκληρη η Πελοπόννησος.

Το παιχνίδι που ανέφερες προηγουμένως, ο τελικός κόντρα στον Ολυμπιακό, θεωρείς πως ήταν η μεγάλη χαμένη ευκαιρία για τον Αστέρα να κάνει το βήμα παραπάνω;

Σίγουρα είναι μία πολύ στενάχωρη ιστορία αυτή για τον σύλλογο. Είχε συμβεί και το σκηνικό με το πέναλτι που ήταν καθαρό χέρι και ο διαιτητής δεν το είδε. Πιστεύω ότι αν ο Αστέρας είχε κατακτήσει τότε το τρόπαιο θα ανέβαινε πολύ στα μάτια και του κόσμου αλλά και πολλών καλών ποδοσφαιριστών που θα ήθελαν να έρθουν στην ομάδα.

Για πολλούς νέους ποδοσφαιριστές, ανάμεσα στον Αστέρα και σε μία ομάδα του εξωτερικού, υπάρχει ένα ενδιάμεσο βήμα. Εσύ, όντας στην Τρίπολη έμαθες για το ενδιαφέρον της Σασουόλο. Πώς αντέδρασες; Τι σκέφτηκες;

Ήταν μία περίοδος που μιλούσα και με τον Ολυμπιακό. Γενικότερα, είχα πει ότι άμα έρθει πρόταση από κάποια μεγάλη ομάδα, θα το σκεφτώ. Όμως δεν υπήρχε κάτι επίσημο, μόνο επαφές. Στις 2 Σεπτεμβρίου, λοιπόν, που ήταν και η τελευταία μέρα των μεταγραφών ήρθε η πρόταση της Σασουόλο. Δεν το σκέφτηκα καθόλου, είπα αμέσως “ναι”. Είχα πει και στον μάνατζέρ μου ότι θέλω να παίξω στο εξωτερικό. Το αν θα τα κατάφερνα ή όχι, ήταν μια άλλη ιστορία. Τους πρώτους 3-4 μήνες ήταν πολύ δύσκολα. Δεν ήξερα την γλώσσα αλλά και την τακτική. Σταδιακά, όμως, έχοντας την υποστήριξη από τους γονείς μου, άρχισα να προσαρμόζομαι.

Ήξερες για το ενδιαφέρον της Σασουόλο ή όλα έγιναν ξαφνικά;

Για εμένα, ήταν τελείως ξαφνικό. Έχω ζητήσει από τον μάνατζέρ μου να μη μου λέει με ποιες ομάδες μιλάει ή ποιες ομάδες με κοιτούν. Παρά μόνο να με ενημερώνει σε περίπτωση που υπάρξει κάποια επίσημη πρόταση για να την σκεφτώ και αναλόγως να αποφασίσω. Αφού ολοκληρώθηκε η μετακίνησή μου στην Ιταλία, μου είπε ότι μιλούσε με την Σασουόλο για 20 μέρες.

Από πότε και έπειτα άρχισες να αισθάνεσαι καλά στην Ιταλία;

Παίζοντας τα πρώτα 15 παιχνίδια. Έκατσα στην αρχή 7 ματς στον πάγκο. Σκεφτόμουν “τι κάνω εγώ εδώ;”, “γιατί με πήραν;”. Αναρωτιόμουν μήπως βιάστηκα. Αφού, όμως, πήρα την ευκαιρία μου άρχισα να αποκτώ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Είχα, φυσικά, μιλήσει αρκετές φορές και με τον προπονητή και μου είχε εξηγήσει ότι με πιστεύει και ότι ήταν εκείνος που εισηγήθηκε την απόκτησή μου. Τότε, ήταν που κατάλαβα και ότι στους ξένους ποδοσφαιριστές πάντα λένε ότι χρειάζεται χρόνος για καθιερωθούν.

Πόσο έχεις αλλάξει στο διάστημα που βρίσκεσαι στην Ιταλία;

Πάρα πολύ, τόσο ως ποδοσφαιριστής όσο και ως προσωπικότητα. Έχει αλλάξει ο τρόπος που συμπεριφέρομαι μέσα στο γήπεδο. Έχω βελτιώσει πολύ και τα στατιστικά μου, τα οποία πιστεύω ότι σήμερα παίζουν ποδόσφαιρο. Έχω ανεβάσει τα νούμερά μου στις ασίστ, ενώ έχω βάλει και δύο γκολ. Το ένα ως μπακ και το άλλο ως εξτρέμ. Έχω, όμως, εξελιχθεί και σε πολλά θέματα ως άνθρωπος. Μου αρέσει πάρα πολύ που βρίσκομαι στην Ιταλία και έχω αποκτήσει και την κουλτούρα τους.

Είναι πράγματι τόσο σκληρό το πρωτάθλημα όσο το βλέπουμε από την τηλεόραση;

Ναι. Χρειάστηκα τρεις μήνες να μάθω την τακτική. Όταν ένας αμυντικός έρχεται στην Ιταλία πρέπει πρώτα να μάθει τακτική. Αυτή ορίζει πως θα βάλει το σώμα του, πως δεν θα είναι εκτεθειμένος σε μια βαθιά μπαλιά. Αυτά είναι πράγματα που δεν τα μαθαίνουμε στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολύ κλειστές άμυνες, δεν είναι ανοιχτό το ποδόσφαιρο όπως για παράδειγμα στην Γερμανία ή στην Αγγλία.

Στο διάστημα που βρίσκεσαι στην Ιταλία σου έχει περάσει από το μυαλό η σκέψη της επιστροφής στην Ελλάδα;

Δεν μου έχει περάσει από το μυαλό η σκέψη επιστροφής στην Ελλάδα. Δεν θέλω να γυρίσω. Μου αρέσει πάρα πολύ στην Ιταλία τόσο το πρωτάθλημα όσο και η ζωή και γενικότερα. Ίσως κάποια στιγμή στο μέλλον θα ήθελα να παίξω σε κάποια μεγάλη ελληνική ομάδα και να ζήσω την ατμόσφαιρα των ντέρμπι. Τα παρακολουθώ από εδώ και μου αρέσει πολύ αυτή η ατμόσφαιρα. Προς το παρόν, όμως, είμαι απόλυτα αφοσιωμένος εδώ.

Κεφάλαιο Εθνική ομάδα. Ποια είναι η άποψή σου για τον προπονητή με τον οποίο έκανες ντεμπούτο στο αντιπροσωπευτικό συγκρότημα, τον Φαν’τ Σχιπ; Πώς τον έζησες;

Για μένα προσωπικά, η Εθνική ομάδα είναι μία μεγάλη πληγή. Στα χρόνια που αγωνίζομαι στη Serie A έχω ανέβει επίπεδο ως ποδοσφαιριστής. Παρ’ όλα αυτά, στην Εθνική, αλλά και στην Ελλάδα γενικότερα, δεν με σέβονται όσο στην Ιταλία. Δεν έχω καθιερωθεί και δεν έχω πάρει όσες ευκαιρίες θα ήθελα. Συγκεκριμένα για τον Τζον Φαν’τ Σχιπ, έχω την καλύτερη άποψη. Ήταν αυτός που συμμάζεψε την Εθνική ομάδα γιατί όλοι θυμόμαστε πως ήταν η κατάσταση πριν αναλάβει αυτός. Στα αποδυτήρια δημιούργησε ένα εξαιρετικό κλίμα. Όλα αυτά τα χρόνια ήμουν στις κλήσεις του και τον ευχαριστώ πολύ. Για πολύ λίγο δεν κατάφερε να οδηγήσει την ομάδα σε ένα μεγάλο τουρνουά. Ίσως πιο χαρακτηριστικό ήταν εκείνο το ματς κόντρα στην Σουηδία που αξίζαμε να το κερδίσουμε και να πάμε στα μπαράζ για το Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ. Θεωρώ πως άφησε το σημάδι του στην ομάδα και την επανέφερε σε όλους τους τομείς στον σωστό δρόμο. Κάθε φορά που πήγαινα σε αποστολή της Εθνικής ένιωθα πως με περίμενε μία οικογένεια.

Πιστεύεις ότι θα έπρεπε να συνεχίσει στον πάγκο της Εθνικής;

Στην Ελλάδα ο προπονητής κρίνεται από τα αποτελέσματα και ο Τζον Φαν’τ Σχιπ πλήρωσε το μάρμαρο της αποτυχίας να προκριθεί η ομάδα στο Παγκόσμιο Κύπελλο του Κατάρ. Αν τα είχαμε καταφέρει, θα τον είχαν κρατήσει. Τώρα για το αν αυτή η απόφαση ήταν σωστή ή όχι, αυτό το γνωρίζουν άλλοι καλύτερα από εμένα. Δεν είμαι ο αρμόδιος να το κρίνει.

Με τον Γκουστάβο Πογιέτ έχεις μιλήσει;

Έχουμε μιλήσει πάρα πολλές φορές από την ημέρα που ανέλαβε. Μου έχει ζητήσει να πραγματοποιώ με την Εθνική εμφανίσεις ανάλογες με αυτές που πραγματοποιώ στην Ιταλία. Δεν έχω, όμως, καθιερωθεί και δεν έχω πάρει όσες ευκαιρίες θα ήθελα. Αγωνίζομαι τέσσερα χρόνια στη Serie A και δεν καλούμαι στην Εθνική, με κάνουν να νιώθω ότι παίζω σε ομάδα και πρωτάθλημα χαμηλής κατηγορίας.

Πιστεύεις πως αυτή η Εθνική ομάδα έχει την προοπτική να επιστρέψει σε ένα μεγάλο τουρνουά;

Το γκρουπ των προκριματικών με Γαλλία, Ολλανδία και Ιρλανδία είναι πολύ δύσκολο. Όμως, μέσω του Nations League έχουμε την μεγάλη ευκαιρία να πάρουμε το εισιτήριο για το Euro. Αν δεν τα καταφέρουμε, θα πρόκειται για μία μεγάλη αποτυχία. Δύσκολα θα φτάσουμε ξανά τόσο κοντά σε μια μεγάλη διοργάνωση μιας και μας περιμένουν πολύ δύσκολες κληρώσεις στα προκριματικά.

Ο δανεισμός σου στην Μπολόνια λήγει το καλοκαίρι. Τι θα ήθελες για τη συνέχεια;

Είμαι πολύ ευχαριστημένος στην Μπολόνια, βρήκα όλα όσα ήθελα. Μία ομάδα με πολύ κόσμο να την υποστηρίζει αλλά και με ψηλούς στόχους όπως η έξοδος στην Ευρώπη. Έχω βρει το κίνητρο που αναζητούσα. Θα ήθελα ο σύλλογος να με αγοράσει το καλοκαίρι, όμως αυτό εξαρτάται από εκείνους. Υπάρχει οψιόν αγοράς, αλλά δεν είναι υποχρεωτική. Αν, δηλαδή, δεν κάνει χρήση της η Μπολόνια, θα πρέπει να επιστρέψω στη Σασουόλο.

Η Σασουόλο πιστεύεις πως θα κινδυνεύσει;

Όχι, η ομάδα έχει βελτιωθεί πολύ στα τελευταία παιχνίδια και εκτός αυτού διαθέτει και πολύ ποιοτικούς ποδοσφαιριστές.

Κλείνοντας, υπάρχει κάποιο πρωτάθλημα στο οποίο θα ήθελες μελλοντικά να αγωνιστείς;

Όλοι θέλουν να παίξουν στην Πρέμιερ Λιγκ, είναι το κορυφαίο πρωτάθλημα στον κόσμο. Κάθε αγωνιστική όλα τα γήπεδα είναι γεμάτα. Το πρωτάθλημα, όμως, που θεωρώ ότι μου ταιριάζει καλύτερα είναι το γερμανικό. Υπάρχουν πολλοί χώροι για να μπορέσει ένας παίκτης να δείξεις την ποιότητά του.